Τα στερεά μας σαπούνια παράγονται χειροποίητα, σε μικρές παρτίδες (των 60 -180 σαπουνιών), με τη χρήση της μεθόδου της ψυχρής σαπωνοποίησης (CP-Cold Saponification).
Η μέθοδος αυτή αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα εξελίσσεται (από τεχνικής άποψης), αποτελώντας, παγκόσμια, την κατεξοχήν αγαπημένη και χρησιμοποιούμενη μέθοδο παρασκευής φυσικών σαπουνιών.
Βασικό της χαρακτηριστικό, από το οποίο προκύπτει και το όνομά της, είναι η μη χρήση εξωτερικής πηγής θερμότητας, προκειμένου να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί η χημική αντίδραση της σαπωνοποίησης.
Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί και ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου. Είναι ακριβώς αυτό, που επιτρέπει στη μέθοδο αυτή, να ενσωματώνει στη διαδικασία σαπωνοποίησης δεκάδες φυσικά συστατικά, που οδηγούν σε πολύ ενδιαφέροντα προϊόντα, με ξεχωριστές ιδιότητες.
Το αληθινό σαπούνι είναι το προϊόν της χημικής αντίδρασης σαπωνοποίησης, κατά την οποία ένα οξύ (στην περίπτωσή μας τα φυτικά έλαια και λίπη – πιο συγκεκριμένα τα λιπαρά τους οξέα, που προκύπτουν από την διάσπαση – υδρόλυση των τριγλυκεριδίων τους) και μία βάση (εδώ, το καυστικό νάτριο, διαλυμένο σε αποσταγμένο νερό), έρχονται σε στενή επαφή και αντιδρούν χημικά προκειμένου να σχηματίσουν άλας, με την χημική έννοια του όρου (στην περίπτωσή μας, το αληθινό σαπούνι).
Οι λέξεις “σαπωνοποιημένα έλαια – saponified oils), που διαβάζει κανείς συχνά στα συστατικά ενός σαπουνιού, σημαίνουν ότι, τα συγκεκριμένα έλαια έλαβαν μέρος στην χημική αντίδραση της σαπωνοποίησης, και έχουν μετατραπεί σε σαπούνι.
Παραπροϊόν της χημικής αντίδρασης της σαπωνοποίησης είναι η φυσική γλυκερίνη, ένα πολύ γνωστό και ευρέως χρησιμοποιούμενο συστατικό στην καλλυντική βιομηχανία, υγροσκοπικό και ως εκ τούτου με ισχυρή ενυδατική δράση για το δέρμα.
Το πραγματικό σαπούνι είναι αδύνατον να παρασκευαστεί χωρίς τη χρήση καυστικού νατρίου-καυστικής σόδας (αλκαλίου, γενικότερα).
Η αντίδραση παρασκευής σαπουνιού ξεκινάει όταν τα έλαια έρθουν σε στενή επαφή με το καυστικό νάτριο (υδροξείδιο του νατρίου).
Στο τέλος της αντίδρασης σαπωνοποίησης, συνήθως 24-48 ώρες από την έναρξη αυτής, ολόκληρη η ποσότητα του καυστικού νατρίου έχει αντιδράσει με τα έλαια, προκειμένου να παραχθεί σαπούνι.
Το παραγόμενο φυσικό σαπούνι, με την γλυκερίνη, παραπροϊόν της αντίδρασης σαπωνοποίησης, ενσωματωμένη σε αυτό, παραμένει σε διαδικασία ωρίμανσης για δύο μήνες, τουλάχιστον. Στόχος η απομάκρυνση του μεγαλύτερου μέρους της αρχικής σε αυτό υγρασίας, προκειμένου να καταστεί κατάλληλο για χρήση.
Τα βασικά πλεονεκτήματα της μεθόδου που χρησιμοποιούμε είναι:
1) Οι χαμηλές θερμοκρασίες της σαπωνοποίησης (συνήθως, κάτω από 50 οC), με αποτέλεσμα το πλούσιο περιεχόμενο σε ευεργετικές για το δέρμα μας ουσίες των μιγμάτων φυτικών ελαίων, που χρησιμοποιούμε, το ονομαζόμενο ασαπωνοποίητο κλάσμα αυτών, να παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, αυτούσιο στο παραγόμενο τελικό σαπούνι.
2) Η παραγόμενη γλυκερίνη, παραπροϊόν της αντίδρασης σαπωνοποίησης, φυσική ουσία με ισχυρή ενυδατική και μαλακτική δράση για το δέρμα μας, παραμένει ενσωματωμένη στο τελικό στερεό σαπούνι, προσδίδοντας σε αυτό εξαιρετικά ενυδατικές ιδιότητες.
Να σημειώσουμε ότι, η πολύτιμη για το δέρμα μας γλυκερίνη, από τα περισσότερα βιομηχανικά υποκατάστατα των σαπουνιών απουσιάζει ή εμφανίζονται φθηνά, συνθετικά της υποκατάστατα.
3) Η παρουσία στο τελικό προϊόν ασαπωνοποίητων ελαίων. Κατά την παρασκευή τους λαμβάνεται, πάντοτε, μέριμνα έτσι ώστε, ένα μικρό ποσοστό του μίγματος των φυτικών ελαίων, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του κάθε σαπουνιού, να παραμείνει ασαπωνοποίητο, ενσωματωμένο στο τελικό προϊόν.
Έτσι, η μικρή περίσσεια (κατά κανόνα 3 έως 9% κβ) πολύτιμων φυτικών ελαίων και η παρουσία της φυσικής γλυκερίνης στο σαπούνι μας, σε συνδυασμό με την ήπια καθαριστική ικανότητα των σαπουνιών, με βασικό συστατικό το παρθένο ελαιόλαδο, εξασφαλίζουν την διατήρηση του υδρολιπιδικού φίλμ (φυσικό γαλάκτωμα, δημιούργημα πολύτιμο της μίξης σμήγματος και ιδρώτα) στην επιφάνεια της επιδερμίδας μας.
Συμπερασματικά…
Η χρήση των φυσικών μας σαπουνιών, δεν προκαλεί ξηρότητα, φαγούρα και ερεθισμούς στο δέρμα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει κατά τη χρήση των αντίστοιχων συνθετικών (Syndet – synthetic surfactants) υποκατάστατων αυτών.